- ἐποίδησις
- ἐποίδ-ησις, εως, ἡ,A swelling, ib.3.5.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εποίδησις — ἐποίδησις, ἡ (Α) [εποιδώ] οίδημα, πρήξιμο … Dictionary of Greek
ἐποιδήσεως — ἐποιδήσεω̆ς , ἐποίδησις swelling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)